Όταν λέμε ότι ένα δισεκατομμύριο ευρώ θα πάει στην παιδεία και θα εγγραφεί στον Προϋπολογισμό που θα συζητήσουμε σε λίγες μέρες, εννοούμε ότι είναι μια πολιτική που αφορά τους πολλούς. Όταν λέμε ότι θα δώσουμε έμφαση και προτεραιότητα στη δημόσια υγεία, εννοούμε ότι είναι μία πολιτική που αφορά τους πολλούς. Όταν λέμε ότι θα δώσουμε 10 δισεκατομμύρια ευρώ για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, εννοούμε –και το αποδεικνύουμε- ότι κάνουμε πολιτική για τους πολλούς, για την άρση των περιφερειακών ανισοτήτων, διότι η βασική ροή των δημοσίων επενδύσεων πρέπει να στραφεί στην περιφέρεια.
Γι’ αυτό και αυτό το νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα είναι μία έμπρακτη απόδειξη των προεκλογικών μας δεσμεύσεων. Επαναλαμβάνω ότι δεν γίνεται για τυπικούς λόγους και επειδή το είπαμε ή επειδή μόνο το οφείλουμε, αλλά επειδή έτσι είναι η πολιτική ουσία και έτσι επιβάλλει μια σοβαρή πολιτική παρέμβαση ήδη από τις πρώτες μέρες της ανάληψης της νέας Κυβέρνησης.
Γι’ αυτό και η αναδιανομή του εισοδήματος δεν ήταν ένα απλό σύνθημα, γιατί πολλοί στην Ελλάδα μίλησαν για αναδιανομή του εισοδήματος. Θυμούνται, όμως, οι Έλληνες –και αυτό πρέπει να το καταγράφουμε ιστορικά- ότι τώρα ξεκινάμε να κάνουμε μία νέα αναδιανομή εισοδήματος, αλλά θυμόμαστε ότι η πρώτη αναδιανομή εισοδήματος που έγινε στην Ελλάδα ήταν το 1981 με Κυβέρνηση τότε του Ανδρέα Παπανδρέου.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αποκατάστασης του αισθήματος δικαίου, πράττουμε αυτό που για μας είναι αυτονόητο. Προχωράμε σε άμεση αναδιανομή του πλούτου εκτάκτως. Όμως, είναι πολιτική ουσία. Δεν λέμε ότι θα λύσουμε το πρόβλημα και ότι θα άρουμε όλες τις ανισότητες. Όμως, ποιος μπορεί να το πει: Ακόμα και αυτοί που ψελλίζουν, που κάνουν μίζερη κριτική σ’ αυτήν την πολιτική απόφαση, δεν μπορούν παρά να παραδεχθούν ότι είναι μία σωστή πολιτική απόφαση, όπως και εκείνοι που επιμένουν να τα βαφτίζουν όλα «ψίχουλα».
Ακόμα κι αν το αποδεχθεί κανείς αυτό, ακόμα και αν πει ότι είναι λίγα και ότι θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα -γιατί ποτέ δεν φτάνουν- και ότι υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα για την άρση των ανισοτήτων, ωστόσο είναι ένα δείγμα πολιτικής που μας διαφοροποιεί από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Και αυτό πρέπει να εκτιμηθεί από τα κόμματα της άλλης Αριστεράς.
Οι δικαιούχοι του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης υπολογίζονται περίπου στα δύο εκατομμύρια πεντακόσιες είκοσι επτά χιλιάδες άτομα. Δυόμισι εκατομμύρια περίπου Ελλήνων, σύμφωνα με τα στοιχεία, ζουν κάτω από τα όρια της φτώχιας. Είναι λίγοι; Σ’ αυτούς απευθυνόμαστε, στους πολλούς, με ένα ύψος περίπου 1.000.000.000 ευρώ, με 300-1.300 ευρώ ανά δικαιούχο. Είναι λίγα; Είναι ψίχουλα; Δεν πάμε μαζί να ρωτήσουμε τους πολίτες που περιμένουν ένα δώρο, μια οικονομική ενίσχυση, μία οικονομική ανακούφιση; Ζούμε σ’ αυτήν την κοινωνία; Έχουμε ξεχάσει ότι οι ανάγκες είναι τόσο ιδιαίτερες και τόσο σοβαρές, ώστε να μειώνουμε και να απαξιώνουμε τα 300-1.300 ευρώ; Θα τολμούσε κανείς να το πει αυτό σ’ έναν πολίτη, σε έναν ασθενή, σε έναν άνεργο και μάλιστα τη στιγμή που συμμετείχε η κοινωνία σε ένα μεγάλο πλαίσιο διαβούλευσης και έκανε και διορθωτικές παρατηρήσεις; Διότι είναι μία απόφαση, ένα νομοσχέδιο που είχε εκ των προτέρων και την πολιτική στήριξη, αλλά και την κοινωνική συναίνεση. Τόσοι άνθρωποι συμμετείχαν και είπαν τη γνώμη τους και τις παρατηρήσεις τους. Δεν είπαν ότι λύνουμε το πρόβλημα, αλλά εκείνοι που συμμετείχαν και στο διάλογο και στη διαβούλευση δεν είπαν ότι αυτά είναι ψίχουλα, δεν μας ενδιαφέρουν και δεν συμμετέχουμε. Συμμετείχαν απλοί πολίτες και αυτοί που είχαν το πρόβλημα. Και αυτοί που είχαν το πρόβλημα, ήθελαν και τη λύση του.
Στην Ελλάδα υπάρχει παραγόμενος πλούτος. Θέλω να πω ότι αυτό το νομοσχέδιο αποτελεί μία απάντηση σ’ αυτό που υποκριτικά αναφέρουν οι συνάδελφοι της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, οι οποίοι μας εγκαλούν γι’ αυτό που λέγαμε προεκλογικά, γι’ αυτό που είπε και επανέλαβε και ο Πρωθυπουργός στην παρέμβασή του, γι’ αυτό που όλοι μας έλεγαν προεκλογικά, δηλαδή για το πού θα βρούμε τα λεφτά και αν βρήκαμε τα λεφτά. Αυτή είναι μία απορία την οποία εκφράζουν οι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας.
Αυτό το νομοσχέδιο είναι μία απόδειξη για το ότι αν θες και έχεις πολιτική βούληση, τα βρίσκεις τα λεφτά. Και μάλιστα βρίσκεις τα λεφτά όχι επιβαρύνοντας πάντα αυτούς που επιβαρύνονταν μια ζωή σταθερά με την πολιτική, αλλά αυτούς που πρέπει να αποδώσουν. Υπάρχει πλούτος, λοιπόν. Σημασία έχει να κάνεις σωστή διανομή. Και για να κάνεις σωστή διανομή, χρειάζεται άλλη πολιτική βούληση. Και μ’ αυτό το νομοσχέδιο αποδεικνύουμε αυτήν την πολιτική βούληση.
Κλείνοντας, λοιπόν, θέλω να πω ότι αυτή η πολιτική δεν είναι στιγμιαία. Εμείς έχουμε γνώση και δεν κάνουμε πολιτική δώρων, αλλά ούτε και πολιτική παρέμβασης στην επικαιρότητα. Είναι μια πολιτική που πρέπει να βρει διάρκεια και πρέπει να έχει συνέχεια. Οι δεσμεύσεις μας και οι υποσχέσεις μας είναι διαχρονικές. Αφορούν την πολιτική φιλοσοφία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της νέας Κυβέρνησης. Μ’ αυτές τις παρεμβάσεις θα συνεχίσουμε και έχουμε πολλά ακόμα να κάνουμε για να φτάσουμε να μιλήσουμε και για άρση ανισοτήτων και για δίκαιη κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος σε βάθος χρόνου και σε σταθερή βάση. Το οφείλουμε και στην κοινωνία και στους πολίτες που εκφράζουμε και υποστηρίζουμε
Γι’ αυτό και αυτό το νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα είναι μία έμπρακτη απόδειξη των προεκλογικών μας δεσμεύσεων. Επαναλαμβάνω ότι δεν γίνεται για τυπικούς λόγους και επειδή το είπαμε ή επειδή μόνο το οφείλουμε, αλλά επειδή έτσι είναι η πολιτική ουσία και έτσι επιβάλλει μια σοβαρή πολιτική παρέμβαση ήδη από τις πρώτες μέρες της ανάληψης της νέας Κυβέρνησης.
Γι’ αυτό και η αναδιανομή του εισοδήματος δεν ήταν ένα απλό σύνθημα, γιατί πολλοί στην Ελλάδα μίλησαν για αναδιανομή του εισοδήματος. Θυμούνται, όμως, οι Έλληνες –και αυτό πρέπει να το καταγράφουμε ιστορικά- ότι τώρα ξεκινάμε να κάνουμε μία νέα αναδιανομή εισοδήματος, αλλά θυμόμαστε ότι η πρώτη αναδιανομή εισοδήματος που έγινε στην Ελλάδα ήταν το 1981 με Κυβέρνηση τότε του Ανδρέα Παπανδρέου.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αποκατάστασης του αισθήματος δικαίου, πράττουμε αυτό που για μας είναι αυτονόητο. Προχωράμε σε άμεση αναδιανομή του πλούτου εκτάκτως. Όμως, είναι πολιτική ουσία. Δεν λέμε ότι θα λύσουμε το πρόβλημα και ότι θα άρουμε όλες τις ανισότητες. Όμως, ποιος μπορεί να το πει: Ακόμα και αυτοί που ψελλίζουν, που κάνουν μίζερη κριτική σ’ αυτήν την πολιτική απόφαση, δεν μπορούν παρά να παραδεχθούν ότι είναι μία σωστή πολιτική απόφαση, όπως και εκείνοι που επιμένουν να τα βαφτίζουν όλα «ψίχουλα».
Ακόμα κι αν το αποδεχθεί κανείς αυτό, ακόμα και αν πει ότι είναι λίγα και ότι θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα -γιατί ποτέ δεν φτάνουν- και ότι υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα για την άρση των ανισοτήτων, ωστόσο είναι ένα δείγμα πολιτικής που μας διαφοροποιεί από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Και αυτό πρέπει να εκτιμηθεί από τα κόμματα της άλλης Αριστεράς.
Οι δικαιούχοι του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης υπολογίζονται περίπου στα δύο εκατομμύρια πεντακόσιες είκοσι επτά χιλιάδες άτομα. Δυόμισι εκατομμύρια περίπου Ελλήνων, σύμφωνα με τα στοιχεία, ζουν κάτω από τα όρια της φτώχιας. Είναι λίγοι; Σ’ αυτούς απευθυνόμαστε, στους πολλούς, με ένα ύψος περίπου 1.000.000.000 ευρώ, με 300-1.300 ευρώ ανά δικαιούχο. Είναι λίγα; Είναι ψίχουλα; Δεν πάμε μαζί να ρωτήσουμε τους πολίτες που περιμένουν ένα δώρο, μια οικονομική ενίσχυση, μία οικονομική ανακούφιση; Ζούμε σ’ αυτήν την κοινωνία; Έχουμε ξεχάσει ότι οι ανάγκες είναι τόσο ιδιαίτερες και τόσο σοβαρές, ώστε να μειώνουμε και να απαξιώνουμε τα 300-1.300 ευρώ; Θα τολμούσε κανείς να το πει αυτό σ’ έναν πολίτη, σε έναν ασθενή, σε έναν άνεργο και μάλιστα τη στιγμή που συμμετείχε η κοινωνία σε ένα μεγάλο πλαίσιο διαβούλευσης και έκανε και διορθωτικές παρατηρήσεις; Διότι είναι μία απόφαση, ένα νομοσχέδιο που είχε εκ των προτέρων και την πολιτική στήριξη, αλλά και την κοινωνική συναίνεση. Τόσοι άνθρωποι συμμετείχαν και είπαν τη γνώμη τους και τις παρατηρήσεις τους. Δεν είπαν ότι λύνουμε το πρόβλημα, αλλά εκείνοι που συμμετείχαν και στο διάλογο και στη διαβούλευση δεν είπαν ότι αυτά είναι ψίχουλα, δεν μας ενδιαφέρουν και δεν συμμετέχουμε. Συμμετείχαν απλοί πολίτες και αυτοί που είχαν το πρόβλημα. Και αυτοί που είχαν το πρόβλημα, ήθελαν και τη λύση του.
Στην Ελλάδα υπάρχει παραγόμενος πλούτος. Θέλω να πω ότι αυτό το νομοσχέδιο αποτελεί μία απάντηση σ’ αυτό που υποκριτικά αναφέρουν οι συνάδελφοι της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, οι οποίοι μας εγκαλούν γι’ αυτό που λέγαμε προεκλογικά, γι’ αυτό που είπε και επανέλαβε και ο Πρωθυπουργός στην παρέμβασή του, γι’ αυτό που όλοι μας έλεγαν προεκλογικά, δηλαδή για το πού θα βρούμε τα λεφτά και αν βρήκαμε τα λεφτά. Αυτή είναι μία απορία την οποία εκφράζουν οι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας.
Αυτό το νομοσχέδιο είναι μία απόδειξη για το ότι αν θες και έχεις πολιτική βούληση, τα βρίσκεις τα λεφτά. Και μάλιστα βρίσκεις τα λεφτά όχι επιβαρύνοντας πάντα αυτούς που επιβαρύνονταν μια ζωή σταθερά με την πολιτική, αλλά αυτούς που πρέπει να αποδώσουν. Υπάρχει πλούτος, λοιπόν. Σημασία έχει να κάνεις σωστή διανομή. Και για να κάνεις σωστή διανομή, χρειάζεται άλλη πολιτική βούληση. Και μ’ αυτό το νομοσχέδιο αποδεικνύουμε αυτήν την πολιτική βούληση.
Κλείνοντας, λοιπόν, θέλω να πω ότι αυτή η πολιτική δεν είναι στιγμιαία. Εμείς έχουμε γνώση και δεν κάνουμε πολιτική δώρων, αλλά ούτε και πολιτική παρέμβασης στην επικαιρότητα. Είναι μια πολιτική που πρέπει να βρει διάρκεια και πρέπει να έχει συνέχεια. Οι δεσμεύσεις μας και οι υποσχέσεις μας είναι διαχρονικές. Αφορούν την πολιτική φιλοσοφία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της νέας Κυβέρνησης. Μ’ αυτές τις παρεμβάσεις θα συνεχίσουμε και έχουμε πολλά ακόμα να κάνουμε για να φτάσουμε να μιλήσουμε και για άρση ανισοτήτων και για δίκαιη κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος σε βάθος χρόνου και σε σταθερή βάση. Το οφείλουμε και στην κοινωνία και στους πολίτες που εκφράζουμε και υποστηρίζουμε