Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ


Του Χάρη Ανδρεόπουλου *

Εξι μήνες μετά την ανάρρησή του στο θρόνο της αρχιεπισκοπής και συγκεκριμένα τον περασμένο Ιούνιο ο κ. Ιερώνυμος διενεργώντας, υπό την ιδιότητα του πρόεδρου της Iεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, τις πρώτες εκλογές για την πλήρωση τριών κενών μητροπολιτικών εδρών (Θηβών, Λευκάδας και Παροναξίας) έδωσε το πρώτο δείγμα γραφής για την αλλαγή σελίδας που επαγγέλθηκε, τόσο στο τρόπο διοίκησης, όσο - και κυρίως - στο πνεύμα λειτουργίας της ελλαδικής Εκκλησίας.
Σ’ εκείνες, λοιπόν, τις επισκοπικές εκλογές, συνέβη το …«παράδοξο» οι δύο από τους τρείς εκλεγέντες μητροπολίτες να μην ανήκουν στο περιβάλλον του νεοεκλεγέντος αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου και το γεγονός αυτό ερμηνεύθηκε από τον Τύπο, ως …«ηχηρό μήνυμα της Ιεραρχίας» έως και «ήττα» (!) του νέου αρχιεπισκόπου. Και ήταν απολύτως λογικό να υπάρξει μια τέτοια ερμηνεία απέναντι σε μια Ιεραρχία η οποία τα προηγούμενα 34 χρόνια (επί ημερών των μακαριστών Σεραφείμ και Χριστοδούλου, 1974 – 2008) έχοντας εθισθεί στο αρχιεπισκοποκεντρικό σύστημα διοίκησης, απλώς, επικύρωνε τις (προαναγγελόμενες (!) στο Τύπο…) επιλογές των μέχρι τότε προκαθημένων, παρά συνεργούσε τις βουλές του Αγίου Πνεύματος. Δεν θα μπορούσε, άραγε, ο σημερινός προκαθήμενος να επιβάλλει – αν ήθελε – την εκλογή υποψηφίων της δικής του επιλογής; Οσοι το αμφισβητούν πλανώνται. Αν ήθελε ο κ. Ιερώνυμος να λειτουργήσει όπως οι προκάτοχοί του θα του ήταν ιδιαίτερα εύκολο να εκλέξει εκείνους για τους οποίους θα έδιδε «γραμμή» (όπως γινόταν μέχρι τότε), όμως, δεν το επεδίωξε. Απλώς τήρησε την υπόσχεση που έδωσε στον ενθρονιστήριο λόγο του, ότι μέλημά του είναι να εγκαθιδρύσει στο σώμα της Ιεραρχίας την αρχή της συλλογικότητας, όπως αυτή εκφράζεται από το συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας μας.
Η τήρηση αυτής της αρχής σημαίνει ότι εφεξής δεν θα εκλέγονται οι αρεστοί (του αρχιεπισκόπου), αλλά οι άριστοι που θα επιλέγει ελεύθερα και αβίαστα, με την επίνευση του Αγίου Πνεύματος, η 80μελής Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας. Υπό την έννοια αυτή, λοιπόν, η «ήττα» εκείνη του κ. Ιερωνύμου αποτέλεσε, κατά τον πρώτο χρόνο της αρχιεπισκοπείας του, την μεγαλύτερη νίκη για την Εκκλησία, σύμφωνα και με τον ειρηνικό λόγο «ηττηθώμεν, ίνα νικήσωμεν» (PG 36, 11490 ) του Γρηγορίου του Θεολόγου, λόγο που εκφράζει το ασκητικό πνεύμα και το ευχαριστιακό ήθος της ορθόδοξης εκκλησιολογίας. Επιτέλους, λοιπόν, φθάσαμε στην εποχή που για την εκλογή των μητροπολιτών αποφασίζει, όχι το παρασκήνιο, αλλά η ελεύθερη βούληση των εκλεκτόρων – μελών της Ιεραρχίας. Το πρώτο δείγμα γραφής που έδωσε - μ’ αφορμή τις προαναφερθείσες εκλογές - ο νέος αρχιεπίσκοπος, για την «αλλαγή σελίδας» στο τρόπο και στο πνεύμα λειτουργίας της διοικούσας Εκκλησίας μας, είναι, αναμφίβολα, θετικό. Φαίνεται ότι στο εσωτερικό της διοικούσας Εκκλησίας αρχίζει να πνέει ένας καινούργιος αέρας, που αντί για καμαρίλα, μυρίζει λιβάνι – κι’ αυτή η αλλαγή, δηλαδή η επί το συνοδικότερον (τουτέστιν, δημοκρατικότερον) λειτουργία της Ιεραρχίας, αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, την μεγαλύτερη επιτυχία του Μακαριωτάτου κ.κ. Ιερωνύμου Β’ κατά τον πρώτο χρόνο της αρχιεπισκοπείας του που συμπληρώθηκε το περασμένο Σάββατο (είχε εκλεγεί στις 7/2/2008).
* Το δεύτερο μεγάλο πλεονέκτημα του κ. Ιερωνύμου είναι, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι κινείται και δρά χωρίς κάμερες και ομιλεί για όλα τα κοινωνικά θέματα χωρίς, όμως, να πολιτικολογεί. Είναι λιγότερο «επικοινωνιακός» και περισσότερο πνευματικός. Απαντά σε θέματα της επικαιρότητας και τοποθετείται, όχι όμως, ως πολιτικός, αλλά σαν θεολόγος, π.χ για το Βατοπαίδι: «Τι έχετε να πείτε για τον Εφραίμ;”, Απ.: “Αλλο τα πρόσωπα, άλλο η Εκκλησία». Για το θέμα της ορκοδοσίας: “Πως τοποθετείσθε απέναντι στον όρκο;”, Απ.: «Και να καταργηθεί εμάς δεν μας πειράζει. Ο ίδιος ο Χριστός μας προέτρεψε να μην ορκιζόμαστε λέγοντάς μας «εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως». Σε κάθε θέμα, στάση εκκκλησιαστική, σε κάθε ζήτημα, επιχείρημα θεολογικό.
Δεν διστάζει να μιλάει ο κ. Ιερώνυμος, αλλά στο δημόσιο λόγο εκφράζοντας τη φωνή της ποιμαίνουσας Εκκλησίας αντιμετωπίζει τα διάφορα κοινωνικά θέματα, όχι με τη συνήθη αντιπαραθετική πολιτική πρακτική, αλλά με την αναγωγή στη πνευματική τους βάση. Καθώς το ζητούμενο για την Εκκλησία είναι η ανακαίνιση και μεταμόρφωση του κόσμου, η κλήση σε μετάνοια και η αναγγελία του Ευαγγελίου της Βασιλείας των Ουρανών και όχι η με κάθε μέσο και τρόπο παρουσία της στη δημόσια σφαίρα και ειδικότερα στο χώρο της πολιτικής - κοσμικής εξουσίας. Το ξεκαθαρίζει και ο ίδιος ο κ. Ιερώνυμος στη συνεντευξή του στο «ΒΗΜΑ» της περασμένης Κυριακής (8/2/09, σελ. 10): «Για τον αδελφό Χριστόδουλο η Εκκλησία είχε έναν μεσσιανικό χαρακτήρα για τη σωτηρία του έθνους και ρόλο σε όλα τα εγκόσμια. Για μένα η Εκκλησία στοχεύει στη σωτηρία του ανθρώπου, είναι βίωμα, πνευματική εμπειρία και ποτέ ιδεολογία…». Φανερή η διαφορά αντιλήψεων και προσεγγίσεων, όμως, ο νέος προκαθήμενος αναγνωρίζοντας το κοινωνικό έργο του προκατόχου του, όπως π.χ στο κάλεσμα προς τη νεολαία, τη βοήθεια προς τους εμπεριστάτους συνανθρώπους μας, κ.α, δηλώνει ότι θα το συνεχίσει και θα επιδιώξει να το επαυξήσει. Το άνοιγμα της Εκκλησίας στη κοινωνία που ξεκίνησε δυναμικά από τον μακαριστό Χριστόδουλο συνεχίζεται επί Ιερωνύμου, αλλά, φυσικά, με διαφορετική φιλοσοφία και σε διαφορετικό μήκος κύματος.
* Δύο, επίσης, πολύ σημαντικά θέματα που προώθησε αυτή τη πρώτη του χρονιά στην Αρχιεπισκοπή ο κ. Ιερώνυμος ήταν: α) η πλήρης αποκατάσταση και εξομάλυνση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που ειδικά για μας τους Ελληνες, για τη Ρωμιοσύνη, αποτελεί τη Μητέρα Mεγάλη του Χριστού Εκκλησία, την τροφό του Γένους και ασφαλώς συμβολιζει και αυτονοήτως σημαίνει πολλά περισσότερα από άποψη και πνευματική και ιστορική απ’ ότι για τις άλλες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και κράτη, και, β) η δρομολόγηση – μέσω συνοδικής απόφασης - της αποκατάστασης του μοναδικού, πλέον, εν ζωή εκπτώτου «ιερωνυμικού» μητροπολίτη, του (εκ Θεσσαλίας καταγομένου) πρώην Αττικής κ. Νικοδήμου (Γκατζηρούλη), ο οποίος τελεί σε κατάσταση «ακοινωνησίας», τιμωρία που του επεβλήθη επί Σεραφείμ (1993), επικυρώθηκε επί Χριστοδούλου (2000) και συνεχίζει να ισχύει μέχρι σήμερα.
Ηλθε, όμως, ως φαίνεται, το πλήρωμα του χρόνου για την ανάκλησή της και τη τοποθέτηση του κ. Νικοδήμου, εκ νέου, στην ενεργό υπηρεσία, χωρίς ν’ αποκλείεται και η τοποθέτηση στη πρώην μητρόπολή του (Αττικής) η οποία είναι κενή καθώς ο μητροπολίτης που την κατείχε μέχρι προτινος, ο κ. Παντελεήμων (Μπεζενίτης) κηρύχθηκε έκπτωτος μετά από καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση και απώλεσε τη μητροπολιτική έδρα. Ο κ. Ιερώνυμος γνωρίζοντας καλά το εκκλησιαστικό πρόβλημα των «12» (το οποίο, ως γνωστόν, ταλάνισε και τη Μητρόπολη Λαρίσης, τη περίοδο 1990 - 93) επιθυμεί να κλείσει με τρόπο φιλάδελφο αυτή τη «πληγή» που ταλαιπωρεί την Εκκλησία εδώ και 35 χρόνια (από το ’74 που κηρύχθηκαν έκπτωτοι οι 12 «ιερωνυμικοί» μητροπολίτες). Κι’ αυτό αναμένεται να συμβεί στη διάρκεια του δεύτερου χρόνου της θητείας του στο τιμόνι της Αρχιεπισκοπής, δεύτερος χρόνος που από προχθές άρχισε ήδη να κυλάει.

* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης του Ρ/Σ της Ι. Μητρόπολης Λάρισας (96,3 FM) και καθηγητής στο Γυμνάσιο Αρμενίου.