Την λειτουργία μονάδων καύσης απορριμμάτων επιλέγουν περιφέρειες και δήμοι της χώρας, ώστε να δημιουργήσουν ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και μείωσης των σκουπιδιών.
Τέτοιες μονάδες λειτουργούν ακόμη και εντός πόλεων στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, ενώ στην χώρα μας σχεδιάζεται η λειτουργία τους σε Κρήτη, Ρόδο, Αχαΐα και Κεντρική Μακεδονία.
Θα λειτουργούν παράλληλα με μονάδες ανακύκλωσης και κομποστοποίησης, ενώ για την υγειονομική ταφή θα μεταφέρονται μόνο τα υπολείμματα.(πηγή ΣΚΑΪ).
Εμείς να θυμίσουμε ότι στις 6 Νοεμβρίου 2008 οι Δήμαρχοι της ΔΕΠΟΔΑΘ βρέθηκαν στο Παρίσι όπου επισκέφθηκαν μια υπερσύγχρονη μονάδα μαζικής καύσης σύμμεικτων οικιακών απορριμμάτων με ταυτόχρονη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσα στην καρδιά του Παρισιού, μόλις 3 χιλιόμετρα από τον Πύργο του Άιφελ (Ιsseane, βλ. φωτ.). Η μονάδα αυτή επεξεργάζεται 460,000 τόνους/έτος οικιακά απορρίμματα του Παρισιού και παράγει ηλεκτρισμό 52 ΜWe ενώ ταυτόχρονα θερμαίνει περίπου 80.000 σπίτια. Τα 2/3 της μονάδας είναι χτισμένα κάτω από το έδαφος (33 μέτρα) και δίπλα στον ποταμό Σηκουάνα. Επίσης δίπλα στην μονάδα συνυπάρχει και κέντρο ανακύκλωσης το οποίο επεξεργάζεται 55,000 τόνους/έτος.
Οι δυο βασικές και αποδεκτές από τη νομοθεσία τεχνολογίες διαχείρισης των Αστικών Στερεών Απορριμμάτων (ΑΣΑ), η Μηχανική Βιολογική Επεξεργασία (ΜΒΕ) και η Ενεργειακή Αξιοποίηση μέσω καύσης αξιολογούνται. Οι μονάδες ΜΒΕ παράγουν, ανάλογα με την τεχνολογία που χρησιμοποιείται, ανακυκλώσιμα υλικά, Κομπόστ, Refused Derived Fuel (RDF), βιοαέριο και Solid Recovered Fuel (SRF), Κομπόστ και RDF στην Ελλάδα. Το πρώτο είναι ένα προϊόν χωρίς εμπορική αξία, καθώς δεν μπορεί να ανταγωνισθεί το κομποστ που παράγεται από βιοαποδομήσιμα υλικά (τροφές, προϊόντα κηπευτικής, κλαδιά, κ.λπ.) που έχουν διαχωριστεί στην πηγή από τα υπόλοιπα απορρίμματα. Το RDF είναι ένα καύσιμο προϊόν, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αντικατάσταση μέρους καυσίμου, π.χ. στη βιομηχανία τσιμέντου. Αυτό όμως οδηγεί σε λειτουργικά και περιβαλλοντικά προβλήματα και η καύση του πρέπει να γίνει σε εγκαταστάσεις όπως αυτές που απαιτούνται στη περίπτωση των σύμμεικτων απορριμμάτων. Αλλά γιατί να προηγηθεί τότε η μηχανική/βιολογική επεξεργασία η οποία σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΤΑ δεν προσφέρει κανένα οικονομικό όφελος; Επί πλέον η Ανάλυση Κύκλου Ζωής δείχνει ότι ο συνδυασμός αυτός έχει αρνητικές οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε σύγκριση με την καύση.
Από την άλλη πλευρά η ενεργειακή αξιοποίηση μέσω καύσης παρουσιάζει μερικά βασικά πλεονεκτήματα:
Είναι φιλική προς το περιβάλλον, με εκπομπές των αερίων ρύπων πολύ χαμηλότερες του επιτρεπομένου ορίου.
Αυξάνει – και αυτό είναι εξίσου σημαντικό - την ανακύκλωση.
Παράγει ηλεκτρική και θερμική ενέργεια και ταυτόχρονα ελαττώνονται οι εκπομπές αερίων του Θερμοκηπίου καθώς μέρος της παραγομένης ενέργειας προέρχεται από το ανανεώσιμο μέρος των ΑΣΑ.
Το κόστος κατασκευής και λειτουργίας ενός εργοστασίου καύσης είναι χαμηλότερο με αυτό της ΜΒΕ, αν για την τελευταία ληφθεί υπόψη το υψηλό κόστος της ενεργειακής αξιοποίησης του RDF.
Είναι προφανές ότι η καύση αποτελεί τη καλύτερη λύση για τη διαχείριση των Αστικών Απορριμμάτων και αυτό τεκμηριώνεται επί πλέον από το γεγονός ότι βρίσκει ευρεία εφαρμογή στις πλέον αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ. Περισσότερες από 400 μονάδες βρίσκονται σε λειτουργία στην Ευρώπη και μέχρι το 2012 θα προστεθούν 100 νέες.
Και όμως παρά τα πλεονεκτήματα αυτά η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα χωρίς ούτε μια μονάδα ενεργειακής αξιοποίησης των Αστικών απορριμμάτων για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον, ο ατεκμηρίωτος, όπως αποδεικνύεται, σκεπτικισμός που διακατέχει τους πολίτες για τις εκπομπές διοξινών και δεύτερον, ο επίσης ατεκμηρίωτος ισχυρισμός του υψηλού κόστους απόθεσης των ΑΣΑ σε σύγκριση με την ΜΒΕ. Αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται μονάδες ΜΒΕ που παράγουν προϊόντα με πολύ περιορισμένη χρήση και, δυστυχώς, να συνεχίζεται η κατασκευή ΧΥΤΑ χωρίς πρόβλεψη για την βιωσιμότητά τους. Ίσως εδώ βρίσκεται μια μεγάλη πρόκληση για το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, αλλά και για τη τεχνολογική κοινότητα της χώρας, στο να προβάλλουν τα πλεονεκτήματα της ενεργειακής αξιοποίησης των αστικών απορριμμάτων μέσω καύσης και να θέσουν το όλο ζήτημα στην ορθή του διάσταση.
Τέτοιες μονάδες λειτουργούν ακόμη και εντός πόλεων στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, ενώ στην χώρα μας σχεδιάζεται η λειτουργία τους σε Κρήτη, Ρόδο, Αχαΐα και Κεντρική Μακεδονία.
Θα λειτουργούν παράλληλα με μονάδες ανακύκλωσης και κομποστοποίησης, ενώ για την υγειονομική ταφή θα μεταφέρονται μόνο τα υπολείμματα.(πηγή ΣΚΑΪ).
Εμείς να θυμίσουμε ότι στις 6 Νοεμβρίου 2008 οι Δήμαρχοι της ΔΕΠΟΔΑΘ βρέθηκαν στο Παρίσι όπου επισκέφθηκαν μια υπερσύγχρονη μονάδα μαζικής καύσης σύμμεικτων οικιακών απορριμμάτων με ταυτόχρονη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσα στην καρδιά του Παρισιού, μόλις 3 χιλιόμετρα από τον Πύργο του Άιφελ (Ιsseane, βλ. φωτ.). Η μονάδα αυτή επεξεργάζεται 460,000 τόνους/έτος οικιακά απορρίμματα του Παρισιού και παράγει ηλεκτρισμό 52 ΜWe ενώ ταυτόχρονα θερμαίνει περίπου 80.000 σπίτια. Τα 2/3 της μονάδας είναι χτισμένα κάτω από το έδαφος (33 μέτρα) και δίπλα στον ποταμό Σηκουάνα. Επίσης δίπλα στην μονάδα συνυπάρχει και κέντρο ανακύκλωσης το οποίο επεξεργάζεται 55,000 τόνους/έτος.
Οι δυο βασικές και αποδεκτές από τη νομοθεσία τεχνολογίες διαχείρισης των Αστικών Στερεών Απορριμμάτων (ΑΣΑ), η Μηχανική Βιολογική Επεξεργασία (ΜΒΕ) και η Ενεργειακή Αξιοποίηση μέσω καύσης αξιολογούνται. Οι μονάδες ΜΒΕ παράγουν, ανάλογα με την τεχνολογία που χρησιμοποιείται, ανακυκλώσιμα υλικά, Κομπόστ, Refused Derived Fuel (RDF), βιοαέριο και Solid Recovered Fuel (SRF), Κομπόστ και RDF στην Ελλάδα. Το πρώτο είναι ένα προϊόν χωρίς εμπορική αξία, καθώς δεν μπορεί να ανταγωνισθεί το κομποστ που παράγεται από βιοαποδομήσιμα υλικά (τροφές, προϊόντα κηπευτικής, κλαδιά, κ.λπ.) που έχουν διαχωριστεί στην πηγή από τα υπόλοιπα απορρίμματα. Το RDF είναι ένα καύσιμο προϊόν, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αντικατάσταση μέρους καυσίμου, π.χ. στη βιομηχανία τσιμέντου. Αυτό όμως οδηγεί σε λειτουργικά και περιβαλλοντικά προβλήματα και η καύση του πρέπει να γίνει σε εγκαταστάσεις όπως αυτές που απαιτούνται στη περίπτωση των σύμμεικτων απορριμμάτων. Αλλά γιατί να προηγηθεί τότε η μηχανική/βιολογική επεξεργασία η οποία σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΤΑ δεν προσφέρει κανένα οικονομικό όφελος; Επί πλέον η Ανάλυση Κύκλου Ζωής δείχνει ότι ο συνδυασμός αυτός έχει αρνητικές οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε σύγκριση με την καύση.
Από την άλλη πλευρά η ενεργειακή αξιοποίηση μέσω καύσης παρουσιάζει μερικά βασικά πλεονεκτήματα:
Είναι φιλική προς το περιβάλλον, με εκπομπές των αερίων ρύπων πολύ χαμηλότερες του επιτρεπομένου ορίου.
Αυξάνει – και αυτό είναι εξίσου σημαντικό - την ανακύκλωση.
Παράγει ηλεκτρική και θερμική ενέργεια και ταυτόχρονα ελαττώνονται οι εκπομπές αερίων του Θερμοκηπίου καθώς μέρος της παραγομένης ενέργειας προέρχεται από το ανανεώσιμο μέρος των ΑΣΑ.
Το κόστος κατασκευής και λειτουργίας ενός εργοστασίου καύσης είναι χαμηλότερο με αυτό της ΜΒΕ, αν για την τελευταία ληφθεί υπόψη το υψηλό κόστος της ενεργειακής αξιοποίησης του RDF.
Είναι προφανές ότι η καύση αποτελεί τη καλύτερη λύση για τη διαχείριση των Αστικών Απορριμμάτων και αυτό τεκμηριώνεται επί πλέον από το γεγονός ότι βρίσκει ευρεία εφαρμογή στις πλέον αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ. Περισσότερες από 400 μονάδες βρίσκονται σε λειτουργία στην Ευρώπη και μέχρι το 2012 θα προστεθούν 100 νέες.
Και όμως παρά τα πλεονεκτήματα αυτά η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα χωρίς ούτε μια μονάδα ενεργειακής αξιοποίησης των Αστικών απορριμμάτων για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον, ο ατεκμηρίωτος, όπως αποδεικνύεται, σκεπτικισμός που διακατέχει τους πολίτες για τις εκπομπές διοξινών και δεύτερον, ο επίσης ατεκμηρίωτος ισχυρισμός του υψηλού κόστους απόθεσης των ΑΣΑ σε σύγκριση με την ΜΒΕ. Αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται μονάδες ΜΒΕ που παράγουν προϊόντα με πολύ περιορισμένη χρήση και, δυστυχώς, να συνεχίζεται η κατασκευή ΧΥΤΑ χωρίς πρόβλεψη για την βιωσιμότητά τους. Ίσως εδώ βρίσκεται μια μεγάλη πρόκληση για το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, αλλά και για τη τεχνολογική κοινότητα της χώρας, στο να προβάλλουν τα πλεονεκτήματα της ενεργειακής αξιοποίησης των αστικών απορριμμάτων μέσω καύσης και να θέσουν το όλο ζήτημα στην ορθή του διάσταση.