Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Ο Βλάχικος Γάμος στην Θήβα


Ένα Ελληνικό έθιμο παρωδία ενός ποιμενικού γάμου και με μια μεταμφιεσμένη ψευτονύφη, την οποία υποδύεται άνδρας, επαναλαμβάνεται στη Θήβα κάθε Καθαρή Δευτέρα τα τελευταία 150 χρόνια.

Είναι ένα από τα πιο ζωντανά προχριστιανικά κατάλοιπα των αρχαίων ομαδικών ελληνικών τελετουργιών. Στην αρχή της Άνοιξης, εποχή της βλάστησης, γονιμότητας και ανανέωσης της φύσης, γίνονταν τέτοιες τελετές όπου κυριαρχούσαν φαλλικά τραγούδια, σκωπτικοί και πυρρίχιοι χοροί, οινοποσία, αστεία πειράγματα, άσεμνες χειρονομίες, αναπαραστάσεις του θανάτου και της ανάστασης. Τέτοιες τελετές έκαναν και οι ποιμένες για να βλαστήσει η γη και να βοσκήσουν τα κοπάδια τους.
Η λαϊκή αυτή κωμωδία διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες από τους βλάχους-ποιμένες της περιοχής του Ασπροποτάμου που ήταν απάτητη από τους Τούρκους και άλλους ξένους κατακτητές. Από εκεί μεταφέρθηκε στη Θήβα, γύρω στα 1830.
Όλα θυμίζουν Διόνυσο και γι’ αυτό το έθιμο αυτό ζυμωμένο και με άλλα λαϊκά ντόπια έθιμα, σχετικά με την γονιμότητα και την ανανέωση, βρήκε γόνιμο χώμα και ρίζωσε στη Θήβα, την πατρίδα του Βάκχου, όπου γίνονταν ανάλογες γιορτές όπως τα Διονύσια.
Το σύνολο των δρώμενων του εθίμου του Βλάχικου γάμου κορυφώνεται με την πομπή και την τελετή του «γάμου» την Καθαρά Δευτέρα καθώς και τον σκωπτικό διάλογο ο οποίος εξελίσσεται με την βλάχικη προφορά μεταξύ των «συμπεθέρων» του γαμπρού και της νύφης, μεταφέρει δε σημειολογικά στο σήμερα, την αρχαιότατη Διονυσιακή λατρεία, η οποία δραματοποιείται και εικονοποιείται με θεατρικό τρόπο με τον κυκλικό «χορό του πεθαμένου», ο οποίος αποτελεί το κορυφαίο δρώμενο του εθίμου.
Το ομαδικό γλέντι και μεθύσι, η πομπή, ο Πυρρίχιος χορός, τα φλάμπουρα με τα γαρυφαλλοστόλιστα πορτοκάλια, οι γκλίτσες (παραλλαγές των Βακχικών θυρσών), η τσουχτερή σάτιρα, οι αισχρολογίες και τα πειράγματα, ο χωρίς σταματημό χορός, η ακατάσχετη οινοποσία, τα πηδήματα και οι κραυγές, ο πανούσης με το υπερμεγέθες ομοίωμα φαλλού και τα κουδούνια που κρέμονται στα σκέλια του, οι θεατρίνοι που λέγονται και «γελοίοι» με την ιδιόμορφη φορεσιά τους (κατσάρια δεμένα στις άσπρες κάλτσες σαν αρχαία σανδάλια, με τα κλαριά κισσού στα κεφάλια τους) και τα καμώματά τους, ο χορός του πεθαμένου που συμβολίζει την ανάσταση της φύσης, την νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο, είναι λίγα από τα σημάδια που μαρτυράνε ότι τούτος ο «Γάμος», το πολυσήμαντο αυτό λαϊκό αφιέρωμα είναι ένα αυθεντικό κατάλοιπο της πανάρχαιης οργιαστικής Διονυσιακής λατρείας.