Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Όλόκληρη η απάντηση της Ε. Χριστοφιλοπούλου στην Βάσω Τσόνογλου


«Πράγματι, η ανάπτυξη περνά μέσα από την ανάπτυξη της υπαίθρου και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούμε και όπου έκλεισε σχολείο, ερήμωσε η περιοχή. Όμως, τα μικρά σχολεία στις εξαιρετικά μικρές πόλεις –τις κοινοτικές περιφέρειες, όπως τις λέμε τώρα με το νέο Καλλικρατικό δήμο, εξαιτίας του οποίου μάλιστα επιβάλλονται να γίνουν και αυτές οι εξορθολογιστικές ενέργειες- είναι κύτταρα πολιτισμού και πολιτισμικής δραστηριότητας κάθε χωριού και κάθε μικρής κοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος.
Επίσης, θέλω να πω προκαταβολικά ότι όσον αφορά το θέμα της ανάκλησης της λειτουργίας των ολοήμερων σε αυτές τις περιοχές στο Νομό Βοιωτίας, είχα διευκρίνιση από το Διευθυντή της Περιφερειακής Εκπαίδευσης ότι ήταν κάτι που έπρεπε να είχε ήδη δημοσιευθεί από το Σεπτέμβριο –απλώς καθυστέρησε- και ο λόγος, για τον οποίο δεν λειτούργησαν, ήταν πράγματι ο πολύ μικρός αριθμός ενδιαφερομένων.
Πιστεύω όμως ότι συγκεκριμένα το θέμα με τα ειδικά σχολεία, κυρία Υπουργέ, λόγω της ιδιαιτερότητας των μαθητών και των ψυχοκινητικών προβλημάτων και λόγω της αναστάτωσης που προκαλείται στις οικογένειες θα πρέπει ίσως το Υπουργείο να το δει με διαφορετικό μάτι
».
Από την πλευρά της η Υφυπουργός αφού ευχαρίστησε την κ. Τσόνογλου για την δυνατότητα που της έδωσε να αποσαφηνίσει το θέμα είπε χαρακτηριστικά:
«Οι συνενώσεις αλλά και οι ιδρύσεις σχολείων είναι μια πάγια διαδικασία που γίνεται κάθε χρόνο και όπως αναφέρατε και εσείς αποφασίσαμε να κάνουμε διαβούλευση για μια απλή εγκύκλιο, γιατί ακριβώς θέλουμε να δώσουμε έμφαση στη σημασία που πρέπει να δοθεί στο τοπικό επίπεδο, δηλαδή στην ιδιαιτερότητα της κάθε περιοχής και του κάθε σχολείου.
Πρέπει, λοιπόν, να έχουμε δυο κριτήρια στο νου μας. Το πρώτο είναι το παιδαγωγικό. Καμία εξοικονόμηση πόρων δεν νοείται να γίνει εις βάρος των μαθητών ή με ταλαιπωρία των μαθητών και δεν νοείται να γίνει εξοικονόμηση πόρων αν η εκπαιδευτική διαδικασία παρακωλύεται ή βλάπτεται ή δεν ωφελείται.
Εξηγούμαι, λοιπόν. Χωριά που είναι πολύ κοντά και έχουν ολιγοθέσια δημοτικά σχολεία –κοντά, αλλά με εύκολη πρόσβαση- είναι εις όφελος των μαθητών να συνενωθούν σε μεγαλύτερα σχολεία, ει δυνατόν εξαθέσια και εκεί που δεν μπορούμε τουλάχιστον τετραθέσια. Γιατί; Διότι η κάθε τάξη έχει το δάσκαλό της και όλα τα παιδιά του δημοτικού σχολείου διδάσκονται κανονικά τα μαθήματά τους και δεν αναγκάζονται, όπως πολλές φορές γίνεται στα ολιγοθέσια δημοτικά, να κάνουν –παραδείγματος χάρη- πρώτα κάποια μαθήματα της έκτης και μετά της πέμπτης ή της δευτέρας και μετά της πρώτης.
Φέρνω αυτά τα παραδείγματα, για να δείξω ακριβώς ότι ο στόχος των συνενώσεων είναι καθαρά παιδαγωγικός, αυτό δε στην πρωτοβάθμια φαίνεται πάρα πολύ καλά. Πρέπει να σας πω, κυρία συνάδελφε, ότι την προηγούμενη περίοδο, όταν είχαμε τους καποδιστριακούς δήμους και τις τότε συνενώσεις, έγιναν αρκετές συνενώσεις μονοθέσιων σχολείων που κατέληξαν εις όφελος των μαθητών. Ξεκαθαρίζω, λοιπόν, ότι αυτή είναι η πρόθεση.
Το δεύτερο κριτήριο είναι αυτό που και εσείς αναφέρετε, το αναπτυξιακό. Δεν θέλουμε να ερημώσουν χωριά. Λέγεται «να μην καταργήσω το μονοθέσιο». Πρέπει να το καταργήσω. Τι θα κάνω, λοιπόν; Εκεί που έχουμε τα μονοθέσια θα τα συνενώσουμε με κοντινά χωριά και θα δούμε την αξιοποίηση των εγκαταστάσεων –γιατί τα χωριά είναι κοντινά, είναι ένας δήμος- των σχολειών για άλλες λειτουργίες, όπως διά βίου μάθηση, πολιτιστικά κέντρα. Μπορούμε να δούμε πώς θα αξιοποιήσουμε τις υποδομές εκεί όπου υπάρχουν.
Άρα, δεν θέλουμε επ’ ουδενί να διαταράξουμε την περιφερειακή ζωή και την ανάπτυξη, αλλά δεν θέλουμε και να διατηρήσουμε σχολεία που δεν είναι βιώσιμα για τα παιδιά μας. Αυτή είναι η μία διάσταση.
Βεβαίως πρέπει να σας διαβεβαιώσω ότι το ειδικό σχολείο της Θήβας, όπως και τα άλλα ειδικά σχολεία, όχι μόνο δεν κινδυνεύουν, αλλά φέτος σε ιδιαίτερα κρίσιμες συνθήκες καταφέραμε να έχουμε καλύτερη εικόνα των ειδικών σχολείων, αλλά βεβαίως και να προκηρύξουμε 500 θέσεις δασκάλων για τα ειδικά σχολεία, τα σχολειά των παιδιών μας, που έχουν ανάγκη ιδιαίτερη, των παιδιών με αναπηρίες
».
Στην δευτερολογία της η Βουλευτής αναφέρθηκε εκτενώς στο γεγονός της εξατομικευμένης έρευνας κάθε περιπτώσεως.
«Υπάρχουν πράγματι σχολειά στο Νομό Βοιωτίας, τα οποία πράγματι είναι άρτια και σε εξοπλισμό και σε τμήματα και σε όργανα γυμναστικής, φυσικής κ.λπ.
Δηλαδή είναι άρτια εξοπλισμένα, βρίσκονται μακριά από το Δήμο της έδρας του Καλλικράτη και υπάρχει κακό οδικό δίκτυο. Είναι δηλαδή επίπονο και επίφοβο το να μετακινούνται καθημερινά. Και αυτή είναι η αγωνία τους περισσότερο. Παραδείγματος χάριν το Γυμνάσιο του Παύλου, που είναι ένα σχολείο το οποίο κτίστηκε το 1988 και είναι άρτια εξοπλισμένο κ.λπ. -και το αναφέρω γιατί να φανταστείτε ότι ήδη έχουν συλλεγεί επτακόσιες ενενήντα υπογραφές γι’ αυτό το λόγο- βρίσκεται 16 χιλιόμετρα μακριά από τον Ορχομενό, με ένα πολύ καλό οδικό δίκτυο, με στροφές, ομίχλες. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τους χειμερινούς μήνες τι θα γίνεται σε ορεινές, ημιορεινές περιοχές ή περιοχές όπου παρατηρούνται τέτοια ζητήματα μεταφοράς, μετακίνησης που βεβαίως είναι και σε βάρος και του μαθητή αλλά και του εκπαιδευτικού, γιατί αυτή η ώρα μπορεί να είναι χρήσιμη και για τον έναν και για τον άλλο. Και βεβαίως υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό για το Κυριάκι που είναι ορεινή περιοχή ή για κάποιες άλλες περιοχές. Για όλους αυτούς τους λόγους προφανώς πιστεύω ότι θα εξακολουθήσει να τηρείται το κριτήριο της εξατομίκευσης για το καθένα. Αυτό ζητάμε δηλαδή για συγκεκριμένες περιπτώσεις, ακόμα και αν δεν καλύπτουν πληθυσμιακά και εάν είναι κάτω έστω και ελάχιστα από τον αριθμό των μαθητών, εφόσον δεν υπάρχει σχολική διαρροή, εφόσον υπάρχουν κριτήρια ότι δεν υπάρχει μετοίκηση πληθυσμού ή οτιδήποτε. Γιατί ξέρετε ότι στα μικρά χωριά, όταν υπάρχει πολύ μικρό εισόδημα, ο γονιός αναγκάζεται και φεύγει, για να πάει εκεί που είναι το σχολειό και που θα βοηθήσει το παιδί του. Θα υπάρξουν δηλαδή διαρροές, ακόμα και ολόκληρες οικογένειες και φοβούμαι μήπως οδηγούμε σε ερημώσεις.
Αυτά τα κριτήρια θα παρακαλούσα στη διαβούλευση που έχει ανοίξει -που ήταν πολύ μικρή και γι’ αυτό υπήρξε αυτή η αναστάτωση, πιστεύω ότι δεν ενημερώθηκε ο κόσμος όπως θα έπρεπε- και στις συζητήσεις που θα γίνουν με τους φορείς, να ληφθούν υπ' όψιν, τώρα που σχεδιάζονται οι νέοι σχολικοί χάρτες
» τόνισε μεταξύ άλλων.
Τέλος η κ. Υφυπουργός αφού συμφώνησε με τα όσα είπε στην δευτερολογία της η κ. Τσόνογλου υπογράμμισε ότι «ένα απομακρυσμένο χωριό με δύσκολο οδικό δίκτυο σε καμία περίπτωση δεν θα χάσει το σχολειό του. Ακόμα και εάν έχει πολύ λίγα παιδιά» και συνέχισε:
«Εκεί όμως που θέλουμε την συμβολή σας και θέλουμε κυρίως τη συμβολή των αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης, όχι μόνο των εκπροσώπων, των Βουλευτών, είναι στο να δούμε τις περιπτώσεις που αναφέρατε την κάθε μία χωριστά. Γιατί άλλο είναι -όπως πολύ σωστά είπατε- να έχεις κάποια χωριά ή κάποιες μικρές κωμοπόλεις που βρίσκονται σε απόσταση και υπάρχει εξοπλισμός και μπορεί να λειτουργήσει το σχολείο και άλλο είναι να έχεις δύο σχολειά, όπως ανέφερα εγώ πριν, σε δύο χωριά που δεν απέχουν πολλές φορές ούτε δύο χιλιόμετρα ή τρία χιλιόμετρα το πολύ μεταξύ τους και πραγματικά είναι σαν ένα μεγάλο χωριό, σχεδόν ενωμένο.
Άρα λοιπόν, η κατεύθυνση που έχει δοθεί από εμάς προς τους περιφερειακούς διευθυντές είναι μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου να μπουν σε διαβούλευση, να ζητήσουν τη γνώμη των δημάρχων, την οποία θα ζητήσουμε και εμείς. Διότι με πρωτοβουλία της κυρίας Διαμαντοπούλου θα υπάρξει διαβούλευση, όχι μόνο για τις συνενώσεις, αλλά συνολικά για τα θέματα που αφορούν τις σχέσεις του Υπουργείου Παιδείας με την τοπική αυτοδιοίκηση και με τη μεταφορά μαθητών, με τον κ. Ντόλιο, που είναι εδώ και έχουμε πολύ στενή συνεργασία. Όλοι λοιπόν, οι δήμαρχοι στις 28 Φεβρουαρίου θα έλθουν στο Υπουργείο Παιδείας για να συζητήσουν μαζί μας
».