Βέβαια έτσι συσκοτίζουν το ζήτημα, προκαλούν ένταση και τοπικιστικές αντιπαραθέσεις. Ασυναίσθητα ίσως, υπηρετούν αντιλήψεις συντηρητικών δυνάμεων που αντί της μεταρρύθμισης οδηγούν στην διατήρηση του υδροκέφαλου, κενροδιοικητικού και αντιδραστικού πελατειακού κράτους. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από την πρακτική όσων Κυβερνήσεων δεν επιθυμούσαν την εν λόγω μεταρρύθμιση. Όλες, όξυναν τις τοπικιστικές αντιθέσεις, κάτι που έπραξε πολύ πρόσφατα και η προηγούμενη κυβέρνηση, που αντί να μιλήσει για τα θετικά της μεταρρύθμισης, την οποία μάλιστα είχε δεσμευτεί να νομοθετήσει, σκόπιμα «διέρρευσε» τον αριθμό και τις έδρες των νέων δήμων που επρόκειτο να δημιουργηθούν, οξύνοντας τα πνεύματα. Πρόβαλε συγχρόνως το δήθεν μεγάλο οικονομικό κόστος, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης και έτσι πέτυχε ν’ αποπροσανατολίσει!
Οι πολίτες όμως της χώρας αυτής στον 21ο αιώνα, επιβάλλεται να γνωρίζουν τα θετικά μιας τέτοιας μετεξέλιξης.
Πρέπει λοιπόν κατ’ αρχήν και συγκεκριμένα, ν’ απαντηθούν τα εξής ερωτήματα:
• Ποιες αρμοδιότητες θα μεταβιβασθούν στους νέους Δήμους από την Νομαρχιακή Αυτ/ση και ποιες από την Κεντρική Διοίκηση, το Κράτος;
• Ποιες αρμοδιότητες θα μεταβιβασθούν στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση από την Νομαρχιακή Αυτ/ση και ποιες από την Κεντρική Διοίκηση;
• Ποιες θα είναι οι επιτελικές λειτουργίες και οι αρμοδιότητες στις οποίες προτίθεται να περιοριστεί η Κεντρική εξουσία - Κυβέρνηση;
Εάν αυτά δεν απαντηθούν με ειλικρίνεια, τότε κινδυνεύει και αυτή η μεταρρύθμιση να μετατραπεί σε καρικατούρα.
Εμείς θεωρούμε ότι πρέπει πρώτα να γίνει αποδεκτό πως όλες οι αρμοδιότητες που αφορούν τοπικά ζητήματα (για λόγους εγγύτητας και αποτελεσματικότητας) θ’ ασκούνται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Μετά να μιλήσουμε για το ποιο θα είναι το επίπεδο του νέου Δήμου (η ανθρωπογεωγραφική του ενότητα - τα οικονομικά του κ.λ.π.) που θα μπορεί ν’ απορροφήσει αλλά και ν’ ασκήσει τις νέες αρμοδιότητες.
Επίσης πιστεύουμε πως, όλα τα ζητήματα που αφορούν την περιφερειακή ανάπτυξη, πρέπει να προγραμματίζονται από το άμεσα εκλεγμένο περιφερειακό Συμβούλιο και να υλοποιούνται από τα εκτελεστικά του Όργανα και τον Περιφερειάρχη. Οι αρμοδιότητες για τα διανομαρχιακά και περιφερειακά έργα καθώς και η περιφερειακού χαρακτήρα κοινωνική υποδομή, οι υπηρεσίες και οι θεσμικά κατοχυρωμένοι πόροι, (που αφορούν την εν λόγω ανάπτυξη), περνούν στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση. Εφόσον λοιπόν συμφωνηθούν και αυτά, τότε θα μπορεί κανένας να μιλήσει για την αναγκαιότητα ύπαρξης ή μη του Νομαρχιακού Συμβουλίου, του Νομάρχη, αλλά και την διαδικασία εκλογής τους.
Καταλήγοντας, γίνεται φανερό πως η γνώση του ζητήματος σε βάθος από τους εκπροσώπους και οι ενημερωμένοι πολίτες θ’ αποτελέσουν τους μοχλούς που πέραν της θεσμοθέτησης, θα βοηθήσουν κυρίως στην λειτουργία της νέας μορφής Αυτοδιοίκησης ώστε, να βγει κάποτε από το τέλμα η σημερινή δημόσια διοίκηση που δυστυχώς καθημερινά καταδυναστεύει τον πολίτη.
Πρέπει εν τέλει η σημερινή Κυβέρνηση, που πιστεύει στην αποκέντρωση, ν’ ανοίξει την συζήτηση αυτή θέτοντας τις προϋποθέσεις, οι δε τοπικά εκπρόσωποι να μιλήσουν με ειλικρίνεια, κοιτώντας τους πολίτες στα μάτια.
Οι πολίτες όμως της χώρας αυτής στον 21ο αιώνα, επιβάλλεται να γνωρίζουν τα θετικά μιας τέτοιας μετεξέλιξης.
Πρέπει λοιπόν κατ’ αρχήν και συγκεκριμένα, ν’ απαντηθούν τα εξής ερωτήματα:
• Ποιες αρμοδιότητες θα μεταβιβασθούν στους νέους Δήμους από την Νομαρχιακή Αυτ/ση και ποιες από την Κεντρική Διοίκηση, το Κράτος;
• Ποιες αρμοδιότητες θα μεταβιβασθούν στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση από την Νομαρχιακή Αυτ/ση και ποιες από την Κεντρική Διοίκηση;
• Ποιες θα είναι οι επιτελικές λειτουργίες και οι αρμοδιότητες στις οποίες προτίθεται να περιοριστεί η Κεντρική εξουσία - Κυβέρνηση;
Εάν αυτά δεν απαντηθούν με ειλικρίνεια, τότε κινδυνεύει και αυτή η μεταρρύθμιση να μετατραπεί σε καρικατούρα.
Εμείς θεωρούμε ότι πρέπει πρώτα να γίνει αποδεκτό πως όλες οι αρμοδιότητες που αφορούν τοπικά ζητήματα (για λόγους εγγύτητας και αποτελεσματικότητας) θ’ ασκούνται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Μετά να μιλήσουμε για το ποιο θα είναι το επίπεδο του νέου Δήμου (η ανθρωπογεωγραφική του ενότητα - τα οικονομικά του κ.λ.π.) που θα μπορεί ν’ απορροφήσει αλλά και ν’ ασκήσει τις νέες αρμοδιότητες.
Επίσης πιστεύουμε πως, όλα τα ζητήματα που αφορούν την περιφερειακή ανάπτυξη, πρέπει να προγραμματίζονται από το άμεσα εκλεγμένο περιφερειακό Συμβούλιο και να υλοποιούνται από τα εκτελεστικά του Όργανα και τον Περιφερειάρχη. Οι αρμοδιότητες για τα διανομαρχιακά και περιφερειακά έργα καθώς και η περιφερειακού χαρακτήρα κοινωνική υποδομή, οι υπηρεσίες και οι θεσμικά κατοχυρωμένοι πόροι, (που αφορούν την εν λόγω ανάπτυξη), περνούν στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση. Εφόσον λοιπόν συμφωνηθούν και αυτά, τότε θα μπορεί κανένας να μιλήσει για την αναγκαιότητα ύπαρξης ή μη του Νομαρχιακού Συμβουλίου, του Νομάρχη, αλλά και την διαδικασία εκλογής τους.
Καταλήγοντας, γίνεται φανερό πως η γνώση του ζητήματος σε βάθος από τους εκπροσώπους και οι ενημερωμένοι πολίτες θ’ αποτελέσουν τους μοχλούς που πέραν της θεσμοθέτησης, θα βοηθήσουν κυρίως στην λειτουργία της νέας μορφής Αυτοδιοίκησης ώστε, να βγει κάποτε από το τέλμα η σημερινή δημόσια διοίκηση που δυστυχώς καθημερινά καταδυναστεύει τον πολίτη.
Πρέπει εν τέλει η σημερινή Κυβέρνηση, που πιστεύει στην αποκέντρωση, ν’ ανοίξει την συζήτηση αυτή θέτοντας τις προϋποθέσεις, οι δε τοπικά εκπρόσωποι να μιλήσουν με ειλικρίνεια, κοιτώντας τους πολίτες στα μάτια.