Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Διακοινοβουλευτική συνεδρίαση ευρωπαϊκών επιτροπών με θέμα «διευκολύνοντας τη ζωή για τις οικογένειες και τους πολίτες της Ευρώπης»


Η κα Raffaella Pregliasco παρουσίασε μελέτη με θέμα «Διεθνής Υιοθεσία στην Ε.Ε.», κάνοντας λόγο για την ανάγκη απλοποίησης των διαδικασιών και τη σημασία περαιτέρω ανάπτυξης των υπαρχόντων εργαλείων που σε γενικές γραμμές αποδίδουν ικανοποιητικά. Η Ελληνίδα βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και Δικηγόρος κα Τσόνογλου στη σχετική τοποθέτηση της, αναφέρθηκε στην ανάγκη καθιέρωσης ξεκάθαρων εγγυήσεων που θα διασφαλίζουν ότι η υιοθεσία θα γίνεται προς το συμφέρον του παιδιού και με απόλυτο σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα του, τη σημασία της εύρυθμης λειτουργίας των κεντρικών αρχών επίβλεψης των διακρατικών υιοθεσιών που θα εξασφαλίζει την αποτελεσματική επικοινωνία και συνεργασία των συμβαλλόμενων κρατών και την τήρηση αρχείων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με απόλυτο ωστόσο σεβασμό στα προσωπικά δεδομένα. Στις υιοθεσίες παιδιών με ειδικές ανάγκες τόνισε την ανάγκη οργάνωσης ενημερωτικών σεμιναρίων και ψυχολογικής υποστήριξης των υποψήφιων γονέων, καθώς οι περιπτώσεις αυτές χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, και έθιξε το ζήτημα ρύθμισης των υιοθεσιών ενηλίκων, θέμα που είχε παραλειφθεί από την σχετική «ατζέντα» των τοποθετήσεων. Τέλος διατύπωσε το ερώτημα προς την κα Sjogren σε ποια ηλικία είναι ώριμο το παιδί να συμμετάσχει στις ακροαματικές διαδικασίες. Η κα Sjogren απάντησε πως δεν μπορεί να μιλήσει για συγκεκριμένη ηλικία, ωστόσο από μικρή ηλικία θα μπορούσε να εισακουστεί με τρόπους εναλλακτικούς της δικαστικής ακρόασης.
Στην θεματική ενότητα Οικογενειακή Κατάσταση (προεδρεύων: Luigi Berlinguer, ομιλητές: Paul Lagarde, Chantal Nast, Salia Scastamoinen).
Η κα Τσόνογλου παρατήρησε σχετικά ότι θα πρέπει να διασαφηνιστεί το εύρος της αναγνώρισης των εγγράφων οικογενειακής κατάστασης και να διασφαλιστούν τα μέσα ελέγχου της γνησιότητας τους, προκειμένου να παραχθούν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και η αποδεικτική τους δύναμη, ως δημοσίων εγγράφων.
Κατά τη διακοινοβουλευτική συνάντηση της 30ης Νοεμβρίου θίχθηκαν σειρά από ζητήματα που άπτονταν των προωθούμενων από την Ε.Ε. προσπαθειών εναρμόνισης των κανόνων συγκρούσεως που ρυθμίζουν το οικογενειακό δίκαιο. Οι ομιλητές ήταν ως επί το πλείστον ειδικοί επιστήμονες και εμπειρογνώμονες, γεγονός που έδωσε συνολικά στη συζήτηση μια πιο πρακτική κατεύθυνση. Ωστόσο, η θεματική ευρύτητα δεν επέτρεψε την εμβάθυνση σε ζητήματα που φαίνεται ότι απασχόλησαν τους εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων, όπως για παράδειγμα αυτό της εφαρμογής της ενισχυμένης συνεργασίας σ' ένα τόσο ευαίσθητο τομέα όπως το διαζύγιο και οι υιοθεσίες. Κατά την ημερίδα διενεργήθηκε παράλληλα μια αποτίμηση του έργου της βελγικής προεδρίας στο πλαίσιο του Προγράμματος της Στοκχόλμης. Σε γενικές γραμμές, η προσπάθεια αυτή φαίνεται να προσκόπτει στην προσκόλληση των κρατών μελών στις μακρόχρονες νομικές τους παραδόσεις από τις οποίες είναι διατεθειμένες να μετακινηθούν ως ένα σημείο.
Η κα Τσόνογλου δήλωσε ότι η συνδιάσκεψη είχε εξαιρετικό ενδιάφερον, οι ελληνικές παρεμβάσεις αξιολογήθηκαν σχετικά και επεσήμανε ότι η ευθυγράμμιση της νομοθεσίας μας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία ευνοεί την εξωτερική παρουσία της χώρας μας και διευκολύνει τους Έλληνες πολίτες στη μεγάλη κοινωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αναλυτικά η τοποθέτηση της είναι η ακόλουθη:

Αγαπητέ μου Πρόεδρε, αγαπητοί μου συνάδελφοι,
Χαιρετίζω την σημερινή αξιόλογη πρωτοβουλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι είμαστε νομικοί συχνά εισπράττουμε την δυσαρέσκεια ότι χανόμαστε στη περιπλοκότητα και τη μετάφραση.
Σήμερα μας δίνεται η ευκαιρία να αποδείξουμε ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κυρώσει με το Ν.3765/2009 τη Σύμβαση της Χάγης του 1993.
Κρίσιμα σημεία της Σύμβασης είναι:
η καθιέρωση εγγυήσεων προς εξασφάλιση της διακρατικής υιοθεσίας και πάντα προς συμφέρον του παιδιού και με ταυτόχρονο σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα.
η δημιουργία και καθιέρωση ενός συστήματος συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών προκειμένου να εξασφαλίζονται εγγυήσεις ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα αρπαγής, πώλησης αλλά και παράνομης διακίνησης παιδιών
όπως και η αναγνώριση στα συμβαλλόμενα κράτη των υιοθεσιών.
Η Ελλάδα κινούμενη προς αυτούς τους στόχους σύστησε με το αρθ.19 του Ν.3868/2010 στο Υπουργείο Υγείας αυτοτελές τμήμα την Κεντρική Αρχή Διακρατικών Υιοθεσιών επιτευχθούν οι στόχοι της Σύμβασης για την προστασία των παιδιών και την διακρατική υιοθεσία.
Η Κεντρική Αρχή Διακρατικών Υιοθεσιών συνεργάζεται άμεσα με ειδικευμένες υπηρεσίες και οργανώσεις που ορίστηκαν στο αρθ.2 του Ν.3765/2009.
Παράλληλα αξίζει να σημειωθεί ότι έχει ήδη αρχίσει η διαδικασία συγκρότησης της επιτροπής που ορίστηκε στο αρθ.19 παρ.4 του Ν.3868/2010 αποτελούμενη από ειδικούς εμπειρογνώμονες.
Σε όλα τα αιτήματα που αφορούν διακρατικές υιοθεσίες ακολουθείται άμεσα η προβλεπόμενη διαδικασία, βοηθητικά λειτουργεί και η διαρκής αλληλογραφία με κεντρικές αρχές άλλων χωρών που έχουν επίσης κυρώσει τη Σύμβαση.
Στη χώρα μου το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται με τοΝ.2447/1996 και σύμφωνα με το αρθ.4 κρίσιμο στοιχείο αποτελεί η συνήθης διαμονή του υποψήφιου θετού γονέα ή τους προς υιοθεσία ανήλικου στη αλλοδαπή. Στο ίδιο άρθρο ρυθμίζεται το θέμα της κοινωνικής έρευνας, του τρόπου της δήλωσης των συναινέσεων των μερών προς συμφέρον και προς διασφάλιση του τέκνου. Επίσης, ορίζεται ότι, όταν ο υποψήφιος θετός γονέας ή το υποψήφιο θετό τέκνο έχει τη συνήθη διαμονή του στο εξωτερικό, απαιτείται έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας που έχει αναγνωριστεί ως ειδικευόμενη στις διακρατικές υιοθεσίες σε συνεργασία βεβαίως με την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία του εξωτερικού.
Σε περίπτωση που αλλοδαπό δικαστήριο τελεί υιοθεσία σύμφωνα με το αρθ.4 χωρίς να λάβει υπόψη του έκθεση της ελληνικής κοινωνικής υπηρεσίας, η απόφασή του τότε δεν αναγνωρίζεται από τα ελληνικά δικαστήρια καθώς είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.
Στο αρθ.5 παρ.1 απαιτείται συναίνεση των υποψήφιων θετών γονέων, η οποία θα πρέπει να δηλώνεται πάντα ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου, όταν αυτό τελεί την υιοθεσία. Τα υπόλοιπα πρόσωπα που συναντούν κατά το νόμο πρέπει να δηλώσουν τη συναίνεσή τους είτε ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου είτε ενώπιον της αρμόδιας ελληνικής προξενικής αρχής, η οποία αναγνωρίζεται μόνο για τους φυσικούς γονείς του προς υιοθεσία τέκνου και των συζύγων του υιοθετούντος και υιοθετημένου αλλά και με την σύμφωνη γνώμη του προς υιοθεσία τέκνου.
Για την επιτυχία όμως των στόχων της διακρατικής, διασυνοριακής κοινωνικής συνοχής πρέπει να γίνουν τα ακόλουθα:
Όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να τηρούν ακριβή αρχεία των παιδιών που λαμβάνονται ή δίνονται για υιοθεσία με σεβασμό στα προσωπικά δεδομένα και περισσότερες λεπτομέρειες απ’ όσες περιέχονται στις εκθέσεις.
Καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας για επανένωση των βιολογικών γονέων με τα παιδιά τους.
Δημιουργία ενός συνόλου κανόνων καθοδήγησης και λεπτομερών κατευθυντήριων γραμμών για την καλύτερη και σωστότερη εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας.
Κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά θα πρέπει να οργανώσει τοπικά προγράμματα αναδοχής και υιοθεσίας.
Παροχή ή δημιουργία σεμιναριακών προγραμμάτων για την καλύτερη προετοιμασία των μελλοντικών θετών γονέων.
Χρήση επιστημόνων με γνώσεις ψυχολογίας για να διευκολυνθούν οι σχέσεις γονέων και παιδιών.
Μεγάλη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στο κομμάτι της πολιτικής των υιοθεσιών.
Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην υιοθεσία παιδιών με ειδικές ανάγκες.
Πρέπει να δημιουργηθούν κατάλληλες υπηρεσίες για τη στήριξη τόσο των θετών γονέων όσο και τν παιδιών.
Πρέπει όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταρτίσουμε μια ενιαία ευρωπαϊκή στρατηγική.
Πρέπει να δημιουργηθούν ευρωπαϊκές ομάδες εργασίας αποτελούμενες από άτομα με γνώσεις νομικές προκειμένου να επιλύονται ευκολότερα προβλήματα.
Για τα άτομα με ευρωπαϊκή ιθαγένεια θα πρέπει να γίνει πρόβλεψη γα ενιαίες λύσεις.
Οι εθνικές νομοθεσίες θα πρέπει να συνεχίσουν να ενημερώνονται και να ρυθμίζουν την εσωτερική τους νομοθεσία.
Τέλος, πρέπον θα ήταν να δημιουργηθεί ένα έγγραφο σχετικό με τις αρχές της νομοθεσίας περί υιοθεσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να λειτουργήσει σαν ένα πλαίσιο αναφοράς.