Δεύτερον, θα πρέπει να επιδιώξουμε την αύξηση της ζήτησης, με ενέργειες που στοχεύουν τόσο τους παραγωγούς για την κατανόηση των καταναλωτικών προτιμήσεων και την προσαρμογή τους σε αυτές όσο και τους καταναλωτές για την ενημέρωσή τους ως προς τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά και τις ευεργετικές για την υγεία ιδιότητές του.
Η συνεχής ενημέρωση των παραγωγών και των δικτύων εμπορίας για τις τελευταίες εξελίξεις στις ποσοτικές και ποιοτικές προτιμήσεις των καταναλωτών και για τις νέες αγορές που ανοίγονται ή μπορούν να ανοίξουν τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στις τρίτες χώρες, όπως για παράδειγμα η Κίνα, είναι απολύτως αναγκαία. Με δεδομένο ότι η κατανάλωση του ελαιολάδου έναντι των υποκατάστατων ελαίων αυξάνει με την αύξηση του εισοδήματος, οι αναπτυσσόμενες χώρες προσφέρουν μοναδική ευκαιρία για επέκταση και αναβάθμιση της διεθνούς αγοράς ελαιολάδου. Μια τέτοια προοπτική βέβαια απαιτεί εξαιρετική οργάνωση και συνέπεια στην κάλυψη της εκάστοτε ζήτησης. Και βέβαια ο παραγωγός πρέπει να επιδιώκει διαφοροποίηση του προϊόντος του, όχι μόνο βάσει της ποιότητας αλλά και βάσει της προστιθέμενης αξίας του. Πρέπει δηλαδή ο παραγωγός να αρχίσει να εμπλέκεται και στα επόμενα στάδια της αγροδιατροφικής αλυσίδας, από τη μεταποίηση έως την εμπορία, την τυποποίηση, τη διακίνηση ώστε να επωφελείται από τη συμμετοχή με μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα της τελικής τιμής του προϊόντος.
Από την πλευρά της κατανάλωσης, εξαιρετικής σημασίας θέμα είναι η πολιτική προώθησης του ελαιολάδου. Είναι λυπηρό ότι ακόμα και στην Ελλάδα, το ελαιόλαδο δεν έχει κατακτήσει την αγορά στο βαθμό που θα αναμενόταν με βάση τις ευεργετικές του ιδιότητες. Ο καταναλωτής, ελλιπώς ενημερωμένος, στρέφεται με αφέλεια ή άγνοια στα φθηνότερα υποκατάστατα έλαια. Την ίδια ώρα η Ισπανία, μέσω της Διεπαγγελματικής της του Ελαιολάδου, εφαρμόζει μια επιθετική πολιτική προώθησης του ελαιολάδου με στόχο Ισπανούς, Βρετανούς, Γάλλους, Βέλγους, ακόμα και Κινέζους! Το αποτέλεσμα, μόνο στην περίπτωση της Κίνας, είναι εξαγωγές αυξημένες κατά 55% σε σχέση με πέρυσι.
Επείγει, επομένως, η Ελλάδα να στραφεί στη χάραξη μιας πολιτικής προώθησης του προϊόντος που μάλιστα θα το συνδέει και με τον τουρισμό, ώστε να έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης".
Η συνεχής ενημέρωση των παραγωγών και των δικτύων εμπορίας για τις τελευταίες εξελίξεις στις ποσοτικές και ποιοτικές προτιμήσεις των καταναλωτών και για τις νέες αγορές που ανοίγονται ή μπορούν να ανοίξουν τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στις τρίτες χώρες, όπως για παράδειγμα η Κίνα, είναι απολύτως αναγκαία. Με δεδομένο ότι η κατανάλωση του ελαιολάδου έναντι των υποκατάστατων ελαίων αυξάνει με την αύξηση του εισοδήματος, οι αναπτυσσόμενες χώρες προσφέρουν μοναδική ευκαιρία για επέκταση και αναβάθμιση της διεθνούς αγοράς ελαιολάδου. Μια τέτοια προοπτική βέβαια απαιτεί εξαιρετική οργάνωση και συνέπεια στην κάλυψη της εκάστοτε ζήτησης. Και βέβαια ο παραγωγός πρέπει να επιδιώκει διαφοροποίηση του προϊόντος του, όχι μόνο βάσει της ποιότητας αλλά και βάσει της προστιθέμενης αξίας του. Πρέπει δηλαδή ο παραγωγός να αρχίσει να εμπλέκεται και στα επόμενα στάδια της αγροδιατροφικής αλυσίδας, από τη μεταποίηση έως την εμπορία, την τυποποίηση, τη διακίνηση ώστε να επωφελείται από τη συμμετοχή με μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα της τελικής τιμής του προϊόντος.
Από την πλευρά της κατανάλωσης, εξαιρετικής σημασίας θέμα είναι η πολιτική προώθησης του ελαιολάδου. Είναι λυπηρό ότι ακόμα και στην Ελλάδα, το ελαιόλαδο δεν έχει κατακτήσει την αγορά στο βαθμό που θα αναμενόταν με βάση τις ευεργετικές του ιδιότητες. Ο καταναλωτής, ελλιπώς ενημερωμένος, στρέφεται με αφέλεια ή άγνοια στα φθηνότερα υποκατάστατα έλαια. Την ίδια ώρα η Ισπανία, μέσω της Διεπαγγελματικής της του Ελαιολάδου, εφαρμόζει μια επιθετική πολιτική προώθησης του ελαιολάδου με στόχο Ισπανούς, Βρετανούς, Γάλλους, Βέλγους, ακόμα και Κινέζους! Το αποτέλεσμα, μόνο στην περίπτωση της Κίνας, είναι εξαγωγές αυξημένες κατά 55% σε σχέση με πέρυσι.
Επείγει, επομένως, η Ελλάδα να στραφεί στη χάραξη μιας πολιτικής προώθησης του προϊόντος που μάλιστα θα το συνδέει και με τον τουρισμό, ώστε να έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης".