Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Προτάσεις της Β. Τσόνογλου για την νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης


Σύμφωνα με το άρθρο 16(3) της Παγκόσμιας Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρεται ότι: «Η οικογένεια είναι η φυσική και θεμελιώδης μονάδα της κοινωνίας και χρειάζεται να προστατεύεται από την κοινωνία και το κράτος» γι΄αυτό το λόγο πρέπει να γίνουν κάποιες ουσιαστικές αλλαγές.
Η Χώρα μας όπως είναι γνωστό έχει προσχωρήσει σε διεθνείς συμβάσεις καθώς όμως αυτές περιλαμβάνουν πολλές διατάξεις θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία ενός ενιαίου κειμένου προκειμένου η διαδικασία να είναι πιο απλή, πιο γρήγορη και κωδικοποιημένη όπως άλλωστε αρμόζει σε μία κοινωνία που συνεχώς εξελίσσεται.
Παράλληλα η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης πρέπει να γίνει πιο σύντομη κι αυτό θα επιτευχθεί με τον προσδιορισμό δικάσιμων, την δημιουργία ειδικών τμημάτων όπου θα λύνονται οι οικογενειακές διαφορές, με την χρονική οριοθέτηση έκδοσης μιας απόφασης και την απόδοση στον δικαστή μεγαλύτερης ευχέρειας κατά την χορήγηση προσωρινής διαταγής για τη ρύθμιση ουσιαστικών θεμάτων.
Επίσης, πρέπουσα θα ήταν και η δημιουργία ίσως δικαστηρίων αποκλειστικά για οικογενειακές υποθέσεις με έδρα στα κατά τόπους δικαστήρια της χώρας. Τα δικαστήρια αυτά θα συμβάλλουν ουσιαστικά, γρήγορα κι εύστοχα στην απονομή της δικαιοσύνης εφόσον βέβαια και οι δικαστές που θα τα στελεχώνουν θα πρέπει να έχουν την απαιτούμενη εξειδίκευση. Η σωστή ενημέρωση θα πρέπει να ξεκινάει από τη νομική σχολή στην οποία φοιτούν, από την διοργάνωση σεμιναρίων, την δημιουργία αντίστοιχου μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών και ίσως με την δημιουργία ειδικού τμήματος Οικογενειακού Δικαίου στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Επικουρικά προς τους δικαστικούς λειτουργούς θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί και σύμβουλοι γάμου.
Εξίσου σημαντική θα μπορούσε να είναι και η ίδρυση Ινστιτούτου Προστασίας Παιδικής κι Εφηβικής Ηλικίας στο οποίο θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μελέτες για την αντιμετώπιση θεμάτων παιδικής και νεανικής παραβατικότητας. Το Ινστιτούτο θα μπορούσε να συνδράμει στην στελέχωση των σχολείων με ειδικούς ψυχολόγους καθώς και στην διενέργεια κοινωνικής έρευνας κατά περίπτωση και την υποβολή σχετικών Εκθέσεων – Αναφορών στα ειδικά δικαστήρια.
Επιπλέον, μέσω του Ινστιτούτου θα μπορούσαν να γίνουν κατάλληλες εισηγήσεις για πολιτικές δράσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις. Μέσω αυτών των ρυθμίσεων θα προλαμβάνονται προβλήματα ανθρώπινης φύσης και θα παρέχονται θεραπείες από κάθε είδους εξαρτησιογόνες ουσίες κι εθισμούς κυρίως κατά την παιδική κι εφηβική ηλικία, κι όλα αυτά μέσω της θέσπισης ειδικών διατάξεων για την ποινική τιμωρία των ανήλικων παραβατών.
Αξιόλογη κρίνεται και η προστασία που μπορεί να παρέχει το Ινστιτούτο σε παιδιά κι εφήβους (Ελλήνων και αλλοδαπών) από κυκλώματα που εκμεταλλεύονται ανηλίκους.
Στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ειδικά τμήματα τα οποία θα έχουν ως αποστολή την επίδοση δικαστικών εγγράφων και την επιμέλεια εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, ώστε να μην καταντούν «γράμμα κενό περιεχομένου». Πρέπει αφενός να γίνει πράξη η νόμιμα θεσπισμένη αυτόφωρη διαδικασία για τον γονέα που αρνείται να καταβάλλει διατροφή (αρθρ. 358 Π.Κ) κι αφετέρου να ποινικοποιηθεί η απόφαση που ρυθμίζει την προσωπική επικοινωνία του ανηλίκου με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια του και σε αυτά θα μπορούσαν να βοηθήσουν καθοριστικά τα ειδικά τμήματα δικαστικής αστυνομίας.
Οι αποφάσεις διατροφής θα πρέπει υποχρεωτικά να επιδίδονται στη Δ.Ο.Υ της/του υπόχρεου προκειμένου να υπάρχει έλεγχος για πραγματοποίηση ή μη της υποχρέωσης καθώς και νόμιμο δικαίωμα δήλωσής τους στην φορολογία μέσω αποδείξεων καταβολής/εισπράξεως της διατροφής από την/τον δικαιούχο. Η μη εξόφληση θα συνεπάγεται την αδυναμία λήψεως πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας. Χρήσιμο στην παραπάνω περίπτωση κρίνεται και η κατάργηση του δικαστικού ενσήμου και του τέλους απογράφου στις αγωγές διατροφής.
Σημαντική θα ήταν και η θέσπιση ενός ελάχιστου ειδικού και κατώτατου ορίου δαπάνης της διαβίωσης των ανηλίκων ενταγμένο σε μία ειδική κλίμακα και αναλογικό από την γέννηση μέχρι και την ενηλικίωση του τέκνου.
Μεγάλη θα ήταν και η συμβολή της δημιουργίας ενός Ενιαίου Μητρώου Υιοθεσιών και Αναδόχων ώστε να εναρμονιστεί η Ελληνική νομοθεσία με την Διεθνή Σύμβαση της Χάγης του 1993 που αφορά την προστασία των παιδιών και την συνεργασία στη διακριτική υιοθεσία κι όλα αυτά εξαιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια λόγω του μεγάλου αριθμού μεταναστών και των παράνομων υιοθεσιών ανηλίκων από άλλες χώρες.
Οι ανωτέρω προτάσεις αποτελούν προσπάθεια βελτίωσης των διατάξεων του Π.Κ και θα παρακαλούσα να ληφθούν υπόψη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΣΟΝΟΓΛΟΥ – ΒΥΛΛΙΩΤΗ
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ