Οι απαντήσεις αποτελούσαν απόδειξη της πλήρους κατανόησης του ερωτήματος και των σκοπών του Είναι χαρακτηριστικές οι απαντήσεις στα ερωτήματα που απέβλεπαν στο να τον φέρουν σε αντιδικία με τη ρωμαϊκή κατοχή. Κλασικό είναι, το ερώτημα των Φαρισαίων: -Είπε ημίν τι σοι δοκεί ; Έξεστιν δούναι Κήνσον Καίσαρι ει ου; Ο Χριστός, που κατάλαβε την πονηρία, τους ζητεί να του επιδείξουν το νόμισμα του Κήνσου, τους ρωτά τίνος την εικόνα φέρει το νόμισμα αυτό, του απαντούν ότι παριστάνει τον Καίσαρα και τότε δίνει την απάντηση: «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα τον θεού τω Θεώ». Και η αποστομωτική αυτή απάντηση, που χρησι¬μοποιείται σήμερα σε πολλές περιπτώσεις, πραγμα¬τοποίησε την τομή ανάμεσα στην εγκόσμια και την υπερκόσμια εξουσία, ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος (Ματθ. κδ' 17 - 22). Ρωτιέται από τον αρχιερέα: «Εξορκίζω σε κατά του θεού τον ζώντος, ίνα ημίν είπης ει συ ει ο Χριστός, ο υιός του θεού.» Δίνεται μια απάντηση της οποίας το νόημα θα αποκαθίστατο ανάλογα με την ερμηνεία του δέκτη ώστε να αποφευχθεί προς το παρόν η άμεση προσφορά της επιδιωκόμενης ομολογίας. «Συ είπας» (Ματθ. κστ' 63-64). Την ίδια απάντηση, περισσότερο διπλωματική, δίνει στον Πιλάτο: «Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;’» «Αφ "εαυτού συ τούτο λέγεις ή άλλοι σοι είπον περί εμού;» απαντά ο «κατηγορούμενος». «Το έθνος το σον και οι αρχιερείς παρέδωκάν σε εμοί. Τι εποίησας ; Η βασιλεία η εμή ούχ εστίν εκ του κόσμου τούτου .» (Ιωάν. ιη' 35 - 37). Η απάντηση τερματίζει το πρόσχημα της πολιτι¬κής δίωξης. Πιο οργανωμένη και εφευρετικότερη ήταν η προσπάθεια παγίδευσης του Χριστού με τον μωσαϊκό νόμο. Φαρισαίοι, Σαδδουκκαίοι, Γραμ¬ματείς, Αρχιερείς, «ολέθριος σπείρα θεοστυγών, πονηρευομένων, θεοκτόνων συναγωγή», τον παρα¬φυλάνε σε κάθε βήμα. Πρώτο στάδιο. Επιδίωξη να τον εξαναγκάσουν σε ομολογία της πηγής της εξουσίας του. Στο ερώτημα με ποια εξουσία κάνεις όσα κάνεις, τους απαντά ότι ευχαρίστως θα σας δώσω την απάντηση, αν κι εσείς μου απαντήσετε, αν το βάπτισμα του Ιωάννου έγινε από εντολή του θεού ή από εντολή των ανθρώπων. Το αντερώτημα τους έφερε σε δύσκολη θέση. Αν έλεγαν από τον θεό, θα τους ερωτούσε: Γιατί δεν τον πιστεύσατε ; Αν έλεγαν από εντολή των ανθρώπων, θα τους αποδοκίμαζε ο λαός, γιατί ο λαός τιμούσε τον Ιωάννη ως προφήτη. Απάντησαν: «Ουκ οίδαμεν». Οπότε, τους αποκρίνεται: «..Ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ» (Ματθ. κα' 23 - 27). Σε άλλη περίπτωση οι Σαδδουκκαίοι επιδιώκουν να τον φέρουν σε δύσκολη θέση, θέτοντας το ερώτημα σε ποιόν θ' ανήκει κατά την ανάσταση μια γυναίκα, που σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο την παντρεύονται διαδοχικά επτά αδέλφια για να κάνει παιδί (Σοροράτουμ). Η απάντηση: «Εν τη αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, αλλ΄ ως άγγελοι θεού εν ουρανώ εισίν» (Ματθ. κα' 23 - 31). Σε μια συναγωγή των Φαρισαίων προκαλεί ο ίδιος ο Χριστός. -Πείτε μου τους λέγει, τίνος γιός είναι ο Χριστός; Του Δαυίδ, του απαντούν. -Αν όμως ο Δαυίδ τον αποκαλεί Κύριον (είπεν ο Κύριος τω Κυρίω) πώς μπορεί να είναι γιος του; Με άλλα λόγια, ο Χριστός δεν είναι μόνο γιος του Δαυίδ αλλά και γιος του Θεού, για αυτό τον αποκαλεί ο Δαυίδ «Κύριο» (Ματθ. κα' 41 - 46). Κατά τη χριστιανική δι¬δασκαλία, διαζύγιο δεν επετρέπετο παρά μόνο για λόγους μοιχείας. Ενώ ο μω¬σαϊκός νόμος επέτρεπε την απόλυση της συζύγου με το « βιβλίον αποστασίου» για οποιονδήποτε λόγο (Ρεπούντιουμ). Οι Φαρισαίοι θέ¬λουν να τον πιάσουν αντιφάσκοντα και τους αποστομώνει: - Μωυσής προς την σκληροκαρδίαν υμών επέτρεπε υμίν απολύσαι τη γυναίκα υμών απαρχής δε ου γέγονεν ούτω (Ματθ. ιθ' 3-8). Είναι γνωστή η εβραϊκή1 απαγόρευση της εργα¬σίας κατά τα Σάββατα. Του τίθεται δημόσια το ερώτημα, όταν εθεράπευσε το παράλυτο χέρι κάποιου άρρωστου: Έξεοτιν τοις Σάββασιν θεραπεύειν; Και τους αντείπε: Τις έστε εξ υμών, ως έξει πρόβατον εν και εάν εμπέση τούτο τοις Σάββασιν εις βόθυνον, ουχί κρατήσει αυτώ και εγερεί; (Ματθ. ιβ' 10 - 11). Οι περιπτώσεις είναι άφθονες. Μνημονεύω μία ακόμη, γιατί η απάντηση έχει γίνει σήμερα σύνθη¬μα: Τα παιδιά φώναζαν υπέρ του Χριστού: -Ωσαννά τω υιώ Δαυίδ. Οπότε ξεσηκώνονται οι αρχιερείς και οι γραμμα¬τείς και του εφιστούν την προσοχή στις κραυγές αυτές. Και εκείνος αμέσως τους κατηγορεί για άγνοια των γραφών: -Ουδέποτε ανεγνώσατε ότι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσο αίνων (Ματθ. κα' 1 -17). Το πιο κρίσιμο όμως ερώτημα είναι το δραματικό ερώτημα του Πιλάτου στο οποίον επακολούθησε σιγή από εκείνον που «ελήλυθεν ίνα μαρτυρήση τη αλήθεια»:-Τι εστίν αλήθεια;
Πιστεύω ότι η σιωπή απέβλεπε ουσιαστικά στο να υπογραμμίσει στην ανθρώπινη λογική τη δυσχέρεια του προσδιορισμού της έννοιας και των στοιχείων της αλήθειας, υλικής ή τυπικής. Απάντηση για την αλήθεια σε μια στιγμή σαν εκείνη θα ήταν δείγμα επιπολαιότητας και προχειρολογίας οπουδήποτε κι αν είναι το ψεύδος και η αλήθεια, είτε «εν τοις πράγμασιν είτε εν διάνοια», όπως θέλει ο Αριστοτέλης. Και το πρόβλημα γίνεται δυσκολότερο όταν αναζητείται η αλήθεια στην πολιτική, όπου κυριαρχούν τα προσωπικά βιώματα, τα συμφέροντα, τα πάθη, οι μισαλλοδο¬ξίες, ο μανιχαϊσμός, η ιδεοληψία, ο φανατισμός, η σύγχυση μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας όπου πολλές φορές ο αρχηγός και το κόμμα μονοπωλούν τη γνώση και την αλήθεια και θεσπί¬ζουν ένα νέο σύστημα αξιών, που καμιά φορά κυρώνεται με την αστυνόμευση της σκέψης, με το «υπουργείο της αλήθειας» και το σύνθημα «η άγνοια και η δύναμη» του «1984» του Τζώρζ 'Οργουελ. Γι' αυτό και στην πολιτική η κρίση για την αλήθεια ανατίθεται αποκλειστικά στην πλειο¬ψηφία. Στο απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικόδημου ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μνημονεύει την ακόλουθη απάντηση στο κρίσιμο πιο πάνω ερώτημα του Πιλάτου: Η αλήθεια εστίν εκ των ουρανών. Εν δε τη γη ουκ εστίν αλήθεια; ξαναρωτά ο Πιλάτος. Εγώ ειμί η αλήθεια. Οψάς οι την αλήθειαν λέγοντες πώς κρίνονται υπό των εχόντων την εξουσίαν επί της γης. Ανεξάρτητα από την ακρίβεια της συνέχειας στον πιο πάνω διάλογο, η προσθήκη αποδίδει το νόημα του Χριστού, εξαίρει δηλαδή τη θεολογική αλήθεια, την αλήθεια «εξ αποκαλύψεως»